- σχαδών
- -όνος, η, ΝΑ, σχάδων, -ονος, Α(λόγιος τ.) η προνύμφη τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα κατά την αρχαιότητα, η κάμπια τής μέλισσας ή τής σφήκαςαρχ.1. μικρή κυψέλη όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η προνύμφη τής μέλισσας2. μικρή κυψέλη με μέλι3. στον πληθ. αἱ σχαδόνεςη κηρήθρα4. (κατά τον Ησύχ.) ρίψη κύβων, ζαριά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. σχάζω προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.